κατιών

κατιών
κάτειμι
ibo
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κατιών — ούσα, όν [κάτειμι] 1. αυτός που κατέρχεται ή φέρεται προς τα κάτω 2. το ουδ. ως ουσ. το κατιόν χημ. α) θετικώς φορτισμένο ιόν το οποίο οδεύει προς την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση ενός διαλύματος β) άτομο ή ομάδα ατόμων τα οποία ύστερα από απώλεια …   Dictionary of Greek

  • κατιών, -ιούσα, -ιόν — αρχαία μετοχή, αυτός που κατεβαίνει, καθοδικός· χρησιμοποιείται και τώρα σε ειδικές φράσεις, όπως οι «κατιόντες συγγενείς», με την έννοια των απογόνων που προέρχονται από κάποιο πρόσωπο, «κατιούσα κλίμακα», που σημαίνει την κλίμακα που οι φθόγγοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • HARUNDO — coronamentum apud poetas fluviorum: Hos enim ii iacentes, nudos, canâ barbâ, multumqueve promissâ, μυρίκην ἢ καλάμην ἐςτεφανωμεν´ους, myricâ aut harundine coronatos, fingebant, reste Dione Chrysostomo. Quâ ipsâ proin coronâ Tybrim donat Virg. Aen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • REX — I. REX inter Magistratus ordinarios, primis temporibus, apud Romanos principem tenuit locum: Urbem enim Romam a principio Reges habuêre, Tacitus, Annal. initiô. In quorum creatione qui ritus fuerint observati, diximus supra, in voce Regnum.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγρομενής — ἀγρομενής, ές (Α) «ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ διατρίβων καὶ εἰς ἄστυ μὴ κατιὼν» (Ησύχ.) ο αγροδίαιτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρός + μένω] …   Dictionary of Greek

  • κατιόν — Ιόν με θετικό ηλεκτρικό φορτίο. Κ. υδρογόνου είναι το άτομο υδρογόνου με τη μορφή ιόντος και με θετικό φορτίο, το οποίο στην πραγματικότητα ταυτίζεται με ένα πρωτόνιο. Τέλος, κατιοντικά στοιχεία ονομάζονται τα χημικά στοιχεία τα οποία, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • κατιόντες — (Νομ.). Οι συγγενείς εξ αίματος από την ευθεία γραμμή προς τα κάτω (παιδιά, εγγόνια κλπ.). Για τους κ. υπάρχουν οι αντίστοιχες με τους ανιόντες νομικές σχέσεις. Επιπρόσθετα, υπάρχουν και άλλες ειδικότερες ρυθμίσεις, όπως οι δωρεές προς αυτούς,… …   Dictionary of Greek

  • στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”